- εξάδραχμος
- -η, -ο (Α ἑξάδραχμον, το) νεοελλ. αυτός που έχει αξία έξι δραχμώναρχ.το ουδ. ως ουσ. τὸ ἑξάδραχμοντο ποσό έξι δραχμών.[ΕΤΥΜΟΛ. < εξα- < ἕξ (πρβλ. εξάγραμμα) + -δραχμον < δραχμή].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εξα- — (AM ἑξα ) α συνθετικό πολλών επιθέτων που δηλώνουν ότι αυτό που σημαίνει το β συνθετικό (ουσ. ή επίθ.) υπάρχει ή γίνεται έξι φορές (π.χ. εξαδάκτυλος, εξάβιβλος, εξάγωνος, εξάδραχμος κ.λπ.) … Dictionary of Greek